Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντλώ < αρχαία ελληνική ἀντλέω -ἀντλῶ < ἄντλος

  Ρήμα επεξεργασία

αντλώ

  1. βγάζω με κάποιο τρόπο (π.χ. με μια αντλία) ένα υγρό από ένα δοχείο ή μια δεξαμενή
  2. βρίσκω σημαντικά στοιχεία για μια έρευνα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία