Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτάσσω < αρχαία ελληνική ἀντιτάσσω < αντι- + τάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

αντιτάσσω

  1. τοποθετώ, προβάλλω, παρατάσσω κάτι αντιμέτωπο σε κάτι άλλο
    Απέναντι στη βασίλισσά σου, θα αντιτάξω τον πύργο μου.
  2. αντιπαρατάσσω τις δυνάμεις μου (στράτευμα), απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις
    Δεν είχε να αντιτάξει παρά μόνο έναν αποδεκατισμένο και εξαθλιωμένο λόχο.
  3. χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον ως μέσο άμυνας, αντιμετώπισης σε αντιπαράθεση
    Αντιτάσσω επιχειρήματα.
  4. αντιπροτείνω
    Του αντέταξε το ενδεχόμενο της ανακωχής.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία