Δείτε επίσης: ἀντιπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντιπρόσωπος οι αντιπρόσωποι
      γενική του/της
του
αντιπροσώπου
αντιπρόσωπου
των αντιπροσώπων
    αιτιατική τον/την αντιπρόσωπο τους/τις
τους
αντιπροσώπους
αντιπρόσωπους
     κλητική αντιπρόσωπε αντιπρόσωποι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπρόσωπος < ελληνιστική κοινή ἀντιπρόσωπος (εκπρόσωπος) < αρχαία ελληνική ἀντιπρόσωπος (πρόσωπο με πρόσωπο), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική représentant ή από την αγγλική representative.[1]. Μορφολογιά αναλύεται σε αντι- + -πρόσωπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐πρό‐σω‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπρόσωπος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία