Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντιπρόεδρος οι αντιπρόεδροι
      γενική του/της
του
αντιπροέδρου
αντιπρόεδρου
των αντιπροέδρων
    αιτιατική τον/την αντιπρόεδρο τους/τις
τους
αντιπροέδρους
αντιπρόεδρους
     κλητική αντιπρόεδρε αντιπρόεδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπρόεδρος < αντι- + πρόεδρος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vice-président [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & αντιπροεδρίνα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία