Δείτε επίσης: ἀντιπαθητικός, αντιπαθής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπαθητικός η αντιπαθητική το αντιπαθητικό
      γενική του αντιπαθητικού της αντιπαθητικής του αντιπαθητικού
    αιτιατική τον αντιπαθητικό την αντιπαθητική το αντιπαθητικό
     κλητική αντιπαθητικέ αντιπαθητική αντιπαθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπαθητικοί οι αντιπαθητικές τα αντιπαθητικά
      γενική των αντιπαθητικών των αντιπαθητικών των αντιπαθητικών
    αιτιατική τους αντιπαθητικούς τις αντιπαθητικές τα αντιπαθητικά
     κλητική αντιπαθητικοί αντιπαθητικές αντιπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπαθητικός < αντιπαθώ, αντιπαθη- + -τικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antipathique. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀντιπαθητικός (αντίθετος στην αδράνεια). [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.pa.θi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐πα‐θη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπαθητικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντιπαθώ, αντί, παθητικός και πάθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία