αντιπαθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαθητικός < αντιπαθώ, αντιπαθη- + -τικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antipathique. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀντιπαθητικός (αντίθετος στην αδράνεια). [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.pa.θi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐θη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντιπαθητικός, -ή, -ό
- που τον αντιπαθούν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπαθητικά (επίρρημα)
- αντιπαθητικότητα
→ και δείτε τις λέξεις αντιπαθώ, αντί, παθητικός και πάθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαθητικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- αντιπαθητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντιπαθητικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας