αντικομφορμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικομφορμιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική anticonformiste με τροπή [n] > [m] < anticonformisme < αντι- + conformisme < con + forme
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικομφορμιστής αρσενικό
- άτομο που δεν συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα πρότυπα ή τα έθιμα ή, γενικότερα, τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κομφόρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικομφορμιστής