Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικειμενοστρεφής η αντικειμενοστρεφής το αντικειμενοστρεφές
      γενική του αντικειμενοστρεφούς* της αντικειμενοστρεφούς του αντικειμενοστρεφούς
    αιτιατική τον αντικειμενοστρεφή την αντικειμενοστρεφή το αντικειμενοστρεφές
     κλητική αντικειμενοστρεφή(ς) αντικειμενοστρεφής αντικειμενοστρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικειμενοστρεφείς οι αντικειμενοστρεφείς τα αντικειμενοστρεφή
      γενική των αντικειμενοστρεφών των αντικειμενοστρεφών των αντικειμενοστρεφών
    αιτιατική τους αντικειμενοστρεφείς τις αντικειμενοστρεφείς τα αντικειμενοστρεφή
     κλητική αντικειμενοστρεφείς αντικειμενοστρεφείς αντικειμενοστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικειμενοστρεφής < αντικείμενο + -στρεφής Δείτε και τη συζήτηση σελίδας.

  Επίθετο επεξεργασία

αντικειμενοστρεφής, -ής, -ές

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία