αντικατάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντικατάσταση | οι | αντικαταστάσεις |
γενική | της | αντικατάστασης* | των | αντικαταστάσεων |
αιτιατική | την | αντικατάσταση | τις | αντικαταστάσεις |
κλητική | αντικατάσταση | αντικαταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντικαταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικατάσταση < ελληνιστική κοινή ἀντικατάστασις < αρχαία ελληνική ἀντικαθίστημι < ἀντί + καθίστημι < κατά + ἵστημι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικατάσταση θηλυκό
- η ενέργεια του αντικαθιστώ, η τοποθέτηση ενός προσώπου, αντικειμένου, στοιχείου κλπ στη θέση άλλου
- (προγραμματισμός) η εγγραφή νέων οντοτήτων πάνω στη θέση παλαιότερων, βλ. overwrite
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικατάσταση
πληροφορική