Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικατάσταση οι αντικαταστάσεις
      γενική της αντικατάστασης* των αντικαταστάσεων
    αιτιατική την αντικατάσταση τις αντικαταστάσεις
     κλητική αντικατάσταση αντικαταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντικαταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικατάσταση < ελληνιστική κοινή ἀντικατάστασις < αρχαία ελληνική ἀντικαθίστημι < ἀντί + καθίστημι < κατά + ἵστημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.kaˈta.sta.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικατάσταση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αντικαθιστώ, η τοποθέτηση ενός προσώπου, αντικειμένου, στοιχείου κλπ στη θέση άλλου
     συνώνυμα: αλλαγή, σκάντζα
  2. (προγραμματισμός) η εγγραφή νέων οντοτήτων πάνω στη θέση παλαιότερων, βλ. overwrite
     αντώνυμα: επικάλυψη (βλ. override)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία