Δείτε επίσης: ἀντιγραφεύς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντιγραφέας οι αντιγραφείς
      γενική του
του/της
αντιγραφέα
αντιγραφέως
των αντιγραφέων
    αιτιατική τον/την αντιγραφέα τους/τις αντιγραφείς
     κλητική αντιγραφέα αντιγραφείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιγραφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιγραφεύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιγραφέας αρσενικό ή θηλυκό

  • που αντιγράφει ένα κείμενο
    1. (ιστορία, επάγγελμα) αυτός που αναπαράγει σε περισσότερα αντίγραφα ένα κείμενο, αντιγράφοντάς το
    2. ο εξεταζόμενος που αντιγράφει από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο κατά τη διάρκεια διαγωνίσματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία