Δείτε επίσης: ἀντιγράφω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιγράφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιγράφω (απαντάω γραπτά σε γραπτό άλλου) (ελληνιστική ἀντιγράφομαι: κάνω επίσημο αντίγραφο), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική copier[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντι- + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐γρά‐φω
παλιότερος συλλαβισμός: αν‐τι‐γρά‐φω
τονικό παρώνυμο: αντίγραφο

  Ρήμα επεξεργασία

αντιγράφω, αόρ.: αντέγραψα, παθ.φωνή: αντιγράφομαι, π.αόρ.: αντιγράφτηκα, μτχ.π.π.: αντιγραμμένος

  1. δημιουργώ κάτι που είναι όσο το δυνατόν πιο ίδιο με ένα πρότυπο
  2. (ειδικότερα) (για γραπτές εξετάσεις) γράφω κοιτάζοντας παράνομα το κείμενο κάποιου άλλου ή κάποιο βιβλίο ή κάποιο σκονάκι
  3. (μεταφορικά) μιμούμαι κάποιον ή κάτι

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γράφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία