ανταπαίτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανταπαίτηση | οι | ανταπαιτήσεις |
γενική | της | ανταπαίτησης* | των | ανταπαιτήσεων |
αιτιατική | την | ανταπαίτηση | τις | ανταπαιτήσεις |
κλητική | ανταπαίτηση | ανταπαιτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταπαιτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταπαίτηση < 'καθαρεύουσα' ἀνταπαίτη(σις) + -ση < ανταπαιτώ + -σις < (ελληνιστική κοινή) ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ < αρχαία ελληνική ἀντί + ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ < αἰτέω / αἰτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eiti
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.daˈpe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐παί‐τη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταπαίτηση θηλυκό
- (λόγιο) η προβολή κάποιας απαίτησης σαν αντίδραση / απάντηση σε απαίτηση άλλου
- (νομικός όρος) ανταγωγή
- (λόγιο) συμψηφισμός
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αντί, απαίτηση και αιτώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταπαίτηση