ανταλλάξιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταλλάξιμος < ανταλλάσσω + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
ανταλλάξιμος, -η, -ο
- που πρόκειται να δοθεί ή δόθηκε για ανταλλαγή ή είναι δυνατόν να ανταλλαγεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ανταλλάξιμοι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανταλλάσσω, αλλάζω και άλλος