Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίστοιχο ουδέτερο

  1. (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
    ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού

  Μεταφράσεις επεξεργασία