Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντίθεση οι αντιθέσεις
      γενική της αντίθεσης* των αντιθέσεων
    αιτιατική την αντίθεση τις αντιθέσεις
     κλητική αντίθεση αντιθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίθε(σις) + -ση [1] < → δείτε τη λέξη τίθημη. Μορφολογικά αναλύεται σε αντί- + θέση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdi.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐θε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίθεση θηλυκό

  1. η θέση τινός έναντι ή απέναντι άλλου
  2. η εναντίωση, η διαφωνία
  3. η φωτεινή αντίθεση: η διαφορά ισχύος ενός χρώματος
     συνώνυμα: το κοντράστ
  4. (αστρονομία) η σχετική θέση δύο ουράνιων σωμάτων, όταν αυτά απέχουν μεταξύ τους 180°, όπως φαίνεται από τη Γη
  5. (σχήμα λόγου) σχήμα λόγου που χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια έντονη διαφορά μεταξύ δύο αντιτιθέμενων λέξεων, φράσεων ή εννοιών
    χρειάζεται παράδειγμα
  6. (φιλοσοφία, λογική) θέση που είναι αντίθετη / αντιτίθεται σε μια άλλη θέση
     αντώνυμα: θέση

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία