Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοργάνωτος η ανοργάνωτη το ανοργάνωτο
      γενική του ανοργάνωτου της ανοργάνωτης του ανοργάνωτου
    αιτιατική τον ανοργάνωτο την ανοργάνωτη το ανοργάνωτο
     κλητική ανοργάνωτε ανοργάνωτη ανοργάνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοργάνωτοι οι ανοργάνωτες τα ανοργάνωτα
      γενική των ανοργάνωτων των ανοργάνωτων των ανοργάνωτων
    αιτιατική τους ανοργάνωτους τις ανοργάνωτες τα ανοργάνωτα
     κλητική ανοργάνωτοι ανοργάνωτες ανοργάνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοργάνωτος < αν- (στερητικό α-) οργανώνω + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inorganisé

  Επίθετο επεξεργασία

ανοργάνωτος, -η, -ο

  1. (για εργασία, κλπ) που δεν έχει οργανωθεί
  2. (για άτομα) που δεν ξέρει πώς να οργανώσει την εργασία του

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία