Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανιόν τα ανιόντα
      γενική του ανιόντος των ανιόντων
    αιτιατική το ανιόν τα ανιόντα
     κλητική ανιόν ανιόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανιόν < αγγλική anion < αρχαία ελληνική ἀνιόν, ουδέτερο μετοχής του ἄνειμι < εἶμι (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανιόν ουδέτερο

  1. (φυσική) ιόν με αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο που πάει προς την άνοδο κατά τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης
  2. (συνεκδοχικά) (φυσική) οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων που φέρουν αρνητικό φορτίο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία