Δείτε επίσης: ἀνιχνεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανιχνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω < ἀν-(ἀνά) ἰχνεύω < ἴχνος.

  Ρήμα επεξεργασία

ανιχνεύω (παθητική φωνή: ανιχνεύομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία