Δείτε επίσης: ἀνθύπατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθύπατος οι ανθύπατοι
      γενική του ανθύπατου
ανθυπάτου
των ανθύπατων
ανθυπάτων
    αιτιατική τον ανθύπατο τους ανθύπατους
ανθυπάτους
     κλητική ανθύπατε ανθύπατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθύπατος < ελληνιστική κοινή ἀνθύπατος ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική proconsul) < ἀντί + ὕπατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθύπατος αρσενικό

  1. (ιστορία) ρωμαίος αξιωματούχος, που είχε υπηρετήσει ως ύπατος (consul), και στη συνέχεια ασκούσε τα καθήκοντα του διοικητή μιας επαρχίας
  2. (ιστορία) ανώτερος βυζαντινός αξιωματούχος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία