ανθύπατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανθύπατος | οι | ανθύπατοι |
γενική | του | ανθύπατου & ανθυπάτου |
των | ανθύπατων & ανθυπάτων |
αιτιατική | τον | ανθύπατο | τους | ανθύπατους & ανθυπάτους |
κλητική | ανθύπατε | ανθύπατοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθύπατος < ελληνιστική κοινή ἀνθύπατος ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική proconsul) < ἀντί + ὕπατος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθύπατος αρσενικό
- (ιστορία) ρωμαίος αξιωματούχος, που είχε υπηρετήσει ως ύπατος (consul), και στη συνέχεια ασκούσε τα καθήκοντα του διοικητή μιας επαρχίας
- (ιστορία) ανώτερος βυζαντινός αξιωματούχος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανθύπατος στη Βικιπαίδεια