Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθυπασπιστής οι ανθυπασπιστές
      γενική του ανθυπασπιστή των ανθυπασπιστών
    αιτιατική τον ανθυπασπιστή τους ανθυπασπιστές
     κλητική ανθυπασπιστή ανθυπασπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθυπασπιστής < ανθ- + υπασπιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθυπασπιστής αρσενικό ή θηλυκό, συντομογραφία: Ανθστής (θηλυκό ανθυπασπίστρια)

  1. (στρατιωτικός βαθμός)
    1. στρατιωτικός με βαθμό ανώτερο των υπαξιωματικών και κατώτερο των κατώτερων αξιωματικών
      συντομογραφία: ανθστής
    2. στο στρατό ξηράς ανώτερος του αρχιλοχία και κατώτερος του ανθυπολοχαγού
  2. (ναυτικός όρος) στο ναυτικό, ανώτερος του αρχικελευστή και κατώτερος του σημαιοφόρου
  3. (αεροπορικός όρος) στην αεροπορία, ανώτερος του αρχισμηνία και κατώτερος του ανθυποσμηναγού
  4. (παρωχημένο) αντίστοιχος βαθμός της χωροφυλακής ανώτερος του ενωμοτάρχη και κατώτερος από του ανθυπομοίραρχου

Δείτε επίσης επεξεργασία

ελληνικοί στρατιωτικοί βαθμοί
Στρατός Ξηράς Πολεμικό Ναυτικό Πολεμική Αεροπορία
Aξιωματικοί
Ανώτατοι
στρατάρχης
αρχιστράτηγος αρχιναύαρχος αρχιπτέραρχος / στρατάρχης
στρατηγός ναύαρχος πτέραρχος
αντιστράτηγος αντιναύαρχος αντιπτέραρχος
υποστράτηγος υποναύαρχος υποπτέραρχος
ταξίαρχος αρχιπλοίαρχος ταξίαρχος
Ανώτεροι
συνταγματάρχης πλοίαρχος σμήναρχος
αντισυνταγματάρχης αντιπλοίαρχος αντισμήναρχος
ταγματάρχης πλωτάρχης επισμηναγός
Κατώτεροι
λοχαγός υποπλοίαρχος σμηναγός
υπολοχαγός ανθυποπλοίαρχος υποσμηναγός
ανθυπολοχαγός σημαιοφόρος ανθυποσμηναγός
Ανθυπασπιστές
ανθυπασπιστής
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (Δ.Ε.Α.)
Υπαξιωματικοί (βαθμοφόροι οπλίτες)
αρχιλοχίας αρχικελευστής αρχισμηνίας
επιλοχίας επικελευστής επισμηνίας
λοχίας κελευστής σμηνίας
δεκανέας δίοπος υποσμηνίας
Οπλίτες
υποδεκανέας υποδίοπος ανθυποσμηνίας
στρατιώτης ναύτης σμηνίτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία