ανθρωποσωτήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανθρωποσωτήριος, -α,-ο
Συγγενικά επεξεργασία
- ανθρωποσωστικά
- ανθρωποσωστικός
- ανθρωποσωτήρας
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και σώζω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθρωποσωτήριος
|