Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθοστολίζω < άνθος + -ο- + στολίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανθοστολίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία