Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανευχάριστος η ανευχάριστη το ανευχάριστο
      γενική του ανευχάριστου της ανευχάριστης του ανευχάριστου
    αιτιατική τον ανευχάριστο την ανευχάριστη το ανευχάριστο
     κλητική ανευχάριστε ανευχάριστη ανευχάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανευχάριστοι οι ανευχάριστες τα ανευχάριστα
      γενική των ανευχάριστων των ανευχάριστων των ανευχάριστων
    αιτιατική τους ανευχάριστους τις ανευχάριστες τα ανευχάριστα
     κλητική ανευχάριστοι ανευχάριστες ανευχάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανευχάριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ανευχάριστος

  1. ο πάντοτε μουρμουρίζων και μεμψιμοιρών [1]
  2. αχάριστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μετάφραση της γαλλικής λέξης grognard, Λεξικόν της Γαλλικής γλώσσης, σελ. 246, Γ. Βεντωτή, μετασκευασθέν μεν το πρώτο υπό Γ. Ζαλίκη, νυν δε επιδιορθωθέν ... υπό Ανδρέου Κορομηλά, 1837