Δείτε επίσης: ανημέρωτος, ἀνημέρωτος, ανήμερος, ἀνήμερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανενημέρωτος η ανενημέρωτη το ανενημέρωτο
      γενική του ανενημέρωτου της ανενημέρωτης του ανενημέρωτου
    αιτιατική τον ανενημέρωτο την ανενημέρωτη το ανενημέρωτο
     κλητική ανενημέρωτε ανενημέρωτη ανενημέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανενημέρωτοι οι ανενημέρωτες τα ανενημέρωτα
      γενική των ανενημέρωτων των ανενημέρωτων των ανενημέρωτων
    αιτιατική τους ανενημέρωτους τις ανενημέρωτες τα ανενημέρωτα
     κλητική ανενημέρωτοι ανενημέρωτες ανενημέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανενημέρωτος < αν- + ενημερώνω + -τος < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)

  Επίθετο επεξεργασία

ανενημέρωτος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ενημερώνω και ημέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία