ανεμόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανεμόμετρο | τα | ανεμόμετρα |
γενική | του | ανεμόμετρου & ανεμομέτρου |
των | ανεμόμετρων & ανεμομέτρων |
αιτιατική | το | ανεμόμετρο | τα | ανεμόμετρα |
κλητική | ανεμόμετρο | ανεμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐με‐τρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμόμετρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μηχανικό όργανο μέτρησης της έντασης του υφιστάμενου ανέμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμόμετρο