ανεμοπλάνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈpla.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐πλά‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμοπλάνο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) το ανεμόπτερο
- ※ Η πρώτη πτήση με ανεμοπλάνο έγινε από έναν αμαξά, μισό αιώνα πριν από τους αδερφούς Ράιτ (Μηχανή του Χρόνου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμοπλάνο
|