Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμομετρικός η ανεμομετρική το ανεμομετρικό
      γενική του ανεμομετρικού της ανεμομετρικής του ανεμομετρικού
    αιτιατική τον ανεμομετρικό την ανεμομετρική το ανεμομετρικό
     κλητική ανεμομετρικέ ανεμομετρική ανεμομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμομετρικοί οι ανεμομετρικές τα ανεμομετρικά
      γενική των ανεμομετρικών των ανεμομετρικών των ανεμομετρικών
    αιτιατική τους ανεμομετρικούς τις ανεμομετρικές τα ανεμομετρικά
     κλητική ανεμομετρικοί ανεμομετρικές ανεμομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμομετρικός < ανεμόμετρο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμομετρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία