ανελέητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανελέητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνελέητος [1] < ἀν- στερητικό + ἐλεῶ + -ητος
Επίθετο επεξεργασία
ανελέητος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανελέητος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανελέητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανελέητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας