Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκτίμητος η ανεκτίμητη το ανεκτίμητο
      γενική του ανεκτίμητου της ανεκτίμητης του ανεκτίμητου
    αιτιατική τον ανεκτίμητο την ανεκτίμητη το ανεκτίμητο
     κλητική ανεκτίμητε ανεκτίμητη ανεκτίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκτίμητοι οι ανεκτίμητες τα ανεκτίμητα
      γενική των ανεκτίμητων των ανεκτίμητων των ανεκτίμητων
    αιτιατική τους ανεκτίμητους τις ανεκτίμητες τα ανεκτίμητα
     κλητική ανεκτίμητοι ανεκτίμητες ανεκτίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεκτίμητος < (καθαρεύουσα) ἀνεκτίμητος στερητικό ἀν- στερητικό ἐκτιμῶ, ἐκτιμη- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεκτίμητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εκτιμηθεί, που η αξία του δεν έχει καθοριστεί
     αντώνυμα: εκτιμημένος
  2. που είναι πολύτιμος σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί κάποιος να ορίσει την αξία του αριθμητικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία