ανεκτίμητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεκτίμητος < (καθαρεύουσα) ἀνεκτίμητος στερητικό ἀν- στερητικό ἐκτιμῶ, ἐκτιμη- + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ανεκτίμητος, -η, -ο
- που δεν έχει εκτιμηθεί, που η αξία του δεν έχει καθοριστεί
- που είναι πολύτιμος σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί κάποιος να ορίσει την αξία του αριθμητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
που δεν έχει εκτιμηθεί
με τεράστια αξία
|
Πηγές επεξεργασία
- ανεκτίμητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας