Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκμυστήρευτος η ανεκμυστήρευτη το ανεκμυστήρευτο
      γενική του ανεκμυστήρευτου της ανεκμυστήρευτης του ανεκμυστήρευτου
    αιτιατική τον ανεκμυστήρευτο την ανεκμυστήρευτη το ανεκμυστήρευτο
     κλητική ανεκμυστήρευτε ανεκμυστήρευτη ανεκμυστήρευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκμυστήρευτοι οι ανεκμυστήρευτες τα ανεκμυστήρευτα
      γενική των ανεκμυστήρευτων των ανεκμυστήρευτων των ανεκμυστήρευτων
    αιτιατική τους ανεκμυστήρευτους τις ανεκμυστήρευτες τα ανεκμυστήρευτα
     κλητική ανεκμυστήρευτοι ανεκμυστήρευτες ανεκμυστήρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεκμυστήρευτος < αν- + εκμυστηρεύομαι + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεκμυστήρευτος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία