ανεκλάλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεκλάλητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεκλάλητος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἐκλαλέω / ἐκλαλῶ < ἐκ + λαλέω / λαλῶ
Επίθετο επεξεργασία
ανεκλάλητος, -ή, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεκλάλητος