Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεβοκατεβαίνω < ανεβαίνω -ο- κατεβαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ανεβοκατεβαίνω

  • κατεβαίνω αλλά χρειάζεται να ξανανέβω και μετά να ξανακατέβω
  • Αμάν! Ξέχασα το τάπερ με τα γλυκά! Δεν πας βρε αντρούλη μου να τα φέρεις να μην ανεβοκατεβαίνω εγώ;

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία