Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναύξητος η αναύξητη το αναύξητο
      γενική του αναύξητου της αναύξητης του αναύξητου
    αιτιατική τον αναύξητο την αναύξητη το αναύξητο
     κλητική αναύξητε αναύξητη αναύξητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναύξητοι οι αναύξητες τα αναύξητα
      γενική των αναύξητων των αναύξητων των αναύξητων
    αιτιατική τους αναύξητους τις αναύξητες τα αναύξητα
     κλητική αναύξητοι αναύξητες αναύξητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναύξητος < αρχαία ελληνική ἀναύξητος < ἀν- + αὐξάνω

  Επίθετο επεξεργασία

αναύξητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει αυξηθεί ή δεν μπορεί να αυξηθεί
  2. (γραμματική) (για ρηματικούς τύπους) που δεν έχει πάρει αύξηση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία