αναχωρητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναχωρητισμός < από την ελληνογενή (λόγιο δάνειο) γαλλική anachorétisme[1] < αρχαία ελληνική ἀναχώρησις + σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική départ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναχωρητισμός αρσενικό
- η τάση για απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή και δράση προς τον τρόπο ζωής του αναχωρητή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναχωρητισμός
|
- ↑ αναχωρητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας