Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφορικός η αναφορική το αναφορικό
      γενική του αναφορικού της αναφορικής του αναφορικού
    αιτιατική τον αναφορικό την αναφορική το αναφορικό
     κλητική αναφορικέ αναφορική αναφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφορικοί οι αναφορικές τα αναφορικά
      γενική των αναφορικών των αναφορικών των αναφορικών
    αιτιατική τους αναφορικούς τις αναφορικές τα αναφορικά
     κλητική αναφορικοί αναφορικές αναφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφορικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναφορικός

  Επίθετο επεξεργασία

αναφορικός

  1. ο σχετικός με κάτι
  2. (γραμμ) που εισάγεται με αναφορική πρόθεση, που δηλώνει αναφορά, που αναφέρεται σε κάτι
    αναφορική πρόταση, αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, αναφορικός σύνδεσμος
  3. που αναφέρει απλά, πληροφορεί, περιγράφει
    αναφορική γλώσσα σε αντιδιαστολή προς την ποιητική, συναισθηματική, θυμική
    0 αναφορικός λόγος αναπαριστά πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα, καταστάσεις (σε αντιδαστολή προς τον κατευθυντικό που έμμεσα καθοδηγεί)

  Μεταφράσεις επεξεργασία