ανατροφοδότηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατροφοδότηση | οι | ανατροφοδοτήσεις |
γενική | της | ανατροφοδότησης* | των | ανατροφοδοτήσεων |
αιτιατική | την | ανατροφοδότηση | τις | ανατροφοδοτήσεις |
κλητική | ανατροφοδότηση | ανατροφοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατροφοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατροφοδότηση < (καθαρεύουσα) ἀνατροφοδότη(σις) + -ση. Αναλύεται σε ανα- + τροφοδότηση
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατροφοδότηση θηλυκό
- η τροφοδότηση εκ νέου
- (τεχνολογία) ανάδραση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατροφοδότηση
ανάδραση
|