ανατροπέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατροπέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατροπεύς < ἀνατρέπω < τρέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατροπέας αρσενικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτός (πρόσωπο ή μηχάνημα) που ανατρέπει