ανατρίχιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατρίχιασμα < ανατριχιάζω, ανατρίχιασ(α) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατρίχιασμα ουδέτερο
- η αίσθηση της ανατριχίλας, το αποτέλεσμα του ανατριχιάζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατρίχιασμα
|