Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατρέψιμος η ανατρέψιμη το ανατρέψιμο
      γενική του ανατρέψιμου της ανατρέψιμης του ανατρέψιμου
    αιτιατική τον ανατρέψιμο την ανατρέψιμη το ανατρέψιμο
     κλητική ανατρέψιμε ανατρέψιμη ανατρέψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατρέψιμοι οι ανατρέψιμες τα ανατρέψιμα
      γενική των ανατρέψιμων των ανατρέψιμων των ανατρέψιμων
    αιτιατική τους ανατρέψιμους τις ανατρέψιμες τα ανατρέψιμα
     κλητική ανατρέψιμοι ανατρέψιμες ανατρέψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατρέψιμος < ανατρέπω

  Επίθετο επεξεργασία

ανατρέψιμος

  • αυτός που ίσως μπορεί κάποιος να τον ανατρέψει, που υπάρχει η δυνατότητα να ανατραπεί
  1. Μη στενοχωριέσαι. Το 1-0 είναι εύκολα ανατρέψιμο. Θα δεις στην έδρα μας!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία