Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναστεναγμός οι αναστεναγμοί
      γενική του αναστεναγμού των αναστεναγμών
    αιτιατική τον αναστεναγμό τους αναστεναγμούς
     κλητική αναστεναγμέ αναστεναγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστεναγμός < αρχαία ελληνική ἀναστεναγμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστεναγμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία