Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναστατώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναστατώνω
  2. θα αναστατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναστατώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αναστατώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναστάτωση