Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναστέναγμα τα αναστενάγματα
      γενική του αναστενάγματος των αναστεναγμάτων
    αιτιατική το αναστέναγμα τα αναστενάγματα
     κλητική αναστέναγμα αναστενάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστέναγμα < μεσαιωνική ελληνική ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός < αρχαία ελληνική ἀναστενάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστέναγμα ουδέτερο

  • Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα. Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Και το μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση ("Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου" Κ. Κρυστάλλης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία