Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπαμός οι αναπαμοί
      γενική του αναπαμού των αναπαμών
    αιτιατική τον αναπαμό τους αναπαμούς
     κλητική αναπαμέ αναπαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπαμός < ανά (πλήρως, παντού) + παύω + κατάληξη -μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναπαμός αρσενικό

  1. Η ανάπαυση, η ξεκούραση, το γαλήνεμα φυσικών στοιχείων ή ανθρώπων, η ηρεμία, η ανάπαυλα, ιδιωματικά λέγεται και αναπαημός
    ※  Περπατάγανε τριανταδυό μερόνυχτα δίχως αναπαμό. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])
  2. Αυτό το παιδί αναπαμό δεν έχει! (δεν ησυχάζει ούτε αφήνει τους άλλους να ησυχάσουν)
  3. Πολύ δραστήριος άνθρωπος, δεν έχει αναπαμό! (δεν παίρνει ανάσα από την πολλή δουλειά)
  4. Η θάλασσα στο Κάβο Ντόρο αναπαμό δεν έχει (δεν γαληνεύει ποτέ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία