Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμμένος η αναμμένη το αναμμένο
      γενική του αναμμένου της αναμμένης του αναμμένου
    αιτιατική τον αναμμένο την αναμμένη το αναμμένο
     κλητική αναμμένε αναμμένη αναμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμμένοι οι αναμμένες τα αναμμένα
      γενική των αναμμένων των αναμμένων των αναμμένων
    αιτιατική τους αναμμένους τις αναμμένες τα αναμμένα
     κλητική αναμμένοι αναμμένες αναμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναμ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αναμμένος, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία