Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναμείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμειγνύω
  2. θα αναμείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμειγνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αναμείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμειξη