αναμάσημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμάσημα < αναμασώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναμάσημα ουδέτερο
- ξαναμάσημα, μηρυκασμός
- Το αναμάσημα της τροφής
- (μεταφορικά) το να λέει κάποιος τα ίδια και τα ίδια, να λέει τα ίδια με άλλα λόγια, να λέει τα ίδια λόγια, ουσιαστικά να επαναλαμβάνεται ακόμα κι αν χρησιμοποιεί άλλες λέξεις (συνήθης χρήση)
- Στα τηλεοπτικά "παράθυρα" παρατηρείται ένα αναμάσημα και ταυτόσημων ειδήσεων αλλά και ταυτόσημου χειρισμού τους, ταυτόσημης πολιτικής