αναλογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλογικός < ανάλογ(ος) + -ικός < αρχαία ελληνική ἀνάλογος
Επίθετο επεξεργασία
αναλογικός, -ή, ό
- σχετικός με την αναλογία, κατ' αναλογία, ανάλογος
- αναλογικό εκλογικό σύστημα (αλλά το θηλυκό, αναλογική, είναι πλέον και ουσιαστικό)
- Τα αναλογικά αριθμητικά (διπλάσιος, τριπλάσιος) δείχνουν πόσες φορές κάτι είναι μεγαλύτερο από κάποιο άλλο
- για σύστημα το οποίο παίρνει συνεχόμενες τιμές, δηλαδή οποιαδήποτε τιμή μέσα σε ένα διάστημα πραγματικών αριθμών
- ≠ αντώνυμα: ψηφιακός
- → δείτε τη λέξη αναλογικό σήμα
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αναλογική ως εκλογικό σύστημα (ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλογικός
|