αναλγησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναλγησία θηλυκό
- (ιατρική) η απουσία της αίσθησης του πόνου, ενώ κάποιος διατηρεί τις αισθήσεις του
- η έλλειψη συμπόνιας, η σκληρότητα, η απονιά
αναλγησία θηλυκό