Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακτορικός η ανακτορική το ανακτορικό
      γενική του ανακτορικού της ανακτορικής του ανακτορικού
    αιτιατική τον ανακτορικό την ανακτορική το ανακτορικό
     κλητική ανακτορικέ ανακτορική ανακτορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακτορικοί οι ανακτορικές τα ανακτορικά
      γενική των ανακτορικών των ανακτορικών των ανακτορικών
    αιτιατική τους ανακτορικούς τις ανακτορικές τα ανακτορικά
     κλητική ανακτορικοί ανακτορικές ανακτορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακτορικός < ἀνακτορικός στην καθαρεύουσα < μεσαιωνική ελληνική και αρχαία ελληνική ἀνάκτορον

  Επίθετο επεξεργασία

ανακτορικός

  1. ο σχετικός με την ζωή στο ανάκτορο κάποιου βασιλιά
    ανακτορική φρουρά - ανακτορική αίθουσα συνεδριάσεων
  2. ο σχετικός με ενέργειες του βασιλιά ή του περιβάλλοντός του
    ανακτορικό διάταγμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία