Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακουφίζομαι < αρχαία ελληνική ἀνακουφίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ανακουφίζομαι

  1. ανακουφίζω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με ανακουφίζει άλλος
  2. (μεταφορικά) κάνω τη σωματική μου ανάγκη, αποπατώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία