Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακεφαλαιοποίηση οι ανακεφαλαιοποιήσεις
      γενική της ανακεφαλαιοποίησης* των ανακεφαλαιοποιήσεων
    αιτιατική την ανακεφαλαιοποίηση τις ανακεφαλαιοποιήσεις
     κλητική ανακεφαλαιοποίηση ανακεφαλαιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακεφαλαιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακεφαλαιοποίηση < ανα- + κεφαλαιοποιήση + κεφάλαιο + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ce.fa.le.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κε‐φα‐λαι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακεφαλαιοποίηση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία